- φυσίγγι(ον)
- το патрон, гильза;
φυσίγγι(ον) δυναμίτιδας — динамитный патрон;
ένσφαιρο (άσφαιρο) φυσίγγι(ον) — боевой (холостой) патрон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσίγγι(ον) δυναμίτιδας — динамитный патрон;
ένσφαιρο (άσφαιρο) φυσίγγι(ον) — боевой (холостой) патрон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυσίγγι(ο) — το μικρός κυλινδρικός σωλήνας που περιέχει γόμωση από μπαρούτι και έχει στο μπροστινό του μέρος τη βολίδα ή τα σκάγια, το φισέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύσιγγι — φύ̱σιγγι , φῦσιγξ blister fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)